δίκουρος

δίκουρος
-η, -ο (Μ δίκουρος, -ον)
νεοελλ.
1. (για πρόβατα) αυτός που μπορεί να κουρευτεί δυο φορές τον χρόνο
2. το ουδ. ως ουσ. δίκουρο
το δίκουρο πρόβατο
μσν.
δικέφαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- (< δις) + -κουρος < κουρά* (πρβλ. άκουρος, αμφίκουρος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”